- άνορμος
- -η, -ο (Α ἄνορμος, -ον)μτφ. ο χωρίς όρμο ή όρμους, αλίμενος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄνορμος — without harbour masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνορμον — ἄνορμος without harbour masc/fem acc sg ἄνορμος without harbour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόρμους — ἄνορμος without harbour masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόρμων — ἄνορμος without harbour masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακολιμένιστος — κακολιμένιστος, ον (Α) γλώσσα αρχαίου σχολιαστή ως ερμηνεία τού άνορμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + λιμενίζω] … Dictionary of Greek